Δείτε επίσης: ἀντισταθμίζομαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.di.staˈθmi.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐σταθ‐μί‐ζο‐μαι
παλιότερος συλλαβισμός: αν‐τι‐στα‐θμί‐ζο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

αντισταθμίζομαι, π.αόρ.: αντισταθμίστηκα, μτχ.π.π.: αντισταθμισμένος, (ενεργ.: αντισταθμίζω)