αντιρωτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααντιρωτώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιρωτάω - αντιρωτώ | αντιρωτούσα | θα αντιρωτάω - αντιρωτώ | να αντιρωτάω - αντιρωτώ | αντιρωτώντας | |
β' ενικ. | αντιρωτάς | αντιρωτούσες | θα αντιρωτάς | να αντιρωτάς | αντιρώτα - αντιρώταγε | |
γ' ενικ. | αντιρωτάει - αντιρωτά | αντιρωτούσε | θα αντιρωτάει - αντιρωτά | να αντιρωτάει - αντιρωτά | ||
α' πληθ. | αντιρωτάμε - αντιρωτούμε | αντιρωτούσαμε | θα αντιρωτάμε - αντιρωτούμε | να αντιρωτάμε - αντιρωτούμε | ||
β' πληθ. | αντιρωτάτε | αντιρωτούσατε | θα αντιρωτάτε | να αντιρωτάτε | αντιρωτάτε | |
γ' πληθ. | αντιρωτάν(ε) - αντιρωτούν(ε) | αντιρωτούσαν(ε) | θα αντιρωτάν(ε) - αντιρωτούν(ε) | να αντιρωτάν(ε) - αντιρωτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιρώτησα | θα αντιρωτήσω | να αντιρωτήσω | αντιρωτήσει | ||
β' ενικ. | αντιρώτησες | θα αντιρωτήσεις | να αντιρωτήσεις | αντιρώτα - αντιρώτησε | ||
γ' ενικ. | αντιρώτησε | θα αντιρωτήσει | να αντιρωτήσει | |||
α' πληθ. | αντιρωτήσαμε | θα αντιρωτήσουμε | να αντιρωτήσουμε | |||
β' πληθ. | αντιρωτήσατε | θα αντιρωτήσετε | να αντιρωτήσετε | αντιρωτήστε | ||
γ' πληθ. | αντιρώτησαν αντιρωτήσαν(ε) |
θα αντιρωτήσουν(ε) | να αντιρωτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντιρωτήσει | είχα αντιρωτήσει | θα έχω αντιρωτήσει | να έχω αντιρωτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντιρωτήσει | είχες αντιρωτήσει | θα έχεις αντιρωτήσει | να έχεις αντιρωτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντιρωτήσει | είχε αντιρωτήσει | θα έχει αντιρωτήσει | να έχει αντιρωτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιρωτήσει | είχαμε αντιρωτήσει | θα έχουμε αντιρωτήσει | να έχουμε αντιρωτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντιρωτήσει | είχατε αντιρωτήσει | θα έχετε αντιρωτήσει | να έχετε αντιρωτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιρωτήσει | είχαν αντιρωτήσει | θα έχουν αντιρωτήσει | να έχουν αντιρωτήσει |
|