αντιγραφικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιγραφικά < αντιγραφικός
Επίρρημα
επεξεργασίααντιγραφικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιγραφικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααντιγραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντιγραφικό