Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανευθυνολογώ < ανεύθυνος + -ο- + -λογώ (< λέγω)

  Ρήμα επεξεργασία

ανευθυνολογώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία