Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανελικτικά < ανελικτικός

  Επίρρημα επεξεργασία

ανελικτικά

  • κατά τρόπο ανελικτικό, με πορεία που ελίσσεται προς τα πάνω
κάποιοι θεωρούν ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται ανελικτικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ανελικτικά