Ετυμολογία

επεξεργασία

ανελικτικά < ανελικτικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

ανελικτικά

  • κατά τρόπο ανελικτικό, με πορεία που ελίσσεται προς τα πάνω
κάποιοι θεωρούν ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται ανελικτικά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ανελικτικά