ανελικτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανελικτικός < ανα- + (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἑλικτός < ἑλίσσω
Επίθετο
επεξεργασία
ανελικτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ανέλιξη ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που είναι δυνατόν να ξετυλιχτεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ελίσσομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανελικτικός
|