Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανελικτικός η ανελικτική το ανελικτικό
      γενική του ανελικτικού της ανελικτικής του ανελικτικού
    αιτιατική τον ανελικτικό την ανελικτική το ανελικτικό
     κλητική ανελικτικέ ανελικτική ανελικτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανελικτικοί οι ανελικτικές τα ανελικτικά
      γενική των ανελικτικών των ανελικτικών των ανελικτικών
    αιτιατική τους ανελικτικούς τις ανελικτικές τα ανελικτικά
     κλητική ανελικτικοί ανελικτικές ανελικτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανελικτικός < ανα- + (ελληνιστική κοινήἑλικτικός < αρχαία ελληνική ἑλικτός < ἑλίσσω

  Επίθετο επεξεργασία

ανελικτικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την ανέλιξη ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που είναι δυνατόν να ξετυλιχτεί

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία