ανατρεπτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανατρεπτικά < ανατρεπτικός
Επίρρημα επεξεργασία
ανατρεπτικά
- με σκοπό να ανατρέψει, με τρόπο ώστε να ανατρέψει
- δρα ανατρεπτικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανατρεπτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ανατρεπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανατρεπτικό