ανασφάλιστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανασφάλιστα < από το επίθετο ανασφάλιστος
Επίρρημα
επεξεργασίαανασφάλιστα
- για κάτι που γίνεται χωρίς ασφάλεια ή χωρις ασφάλιση (δύσχρηστο επίρρημα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανασφάλιστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαανασφάλιστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανασφάλιστο