Ετυμολογία

επεξεργασία
αναντιλέκτως < (καθαρεύουσα) ἀναντιλέκτως < αρχαία ελληνική ἀναντίλεκτος

  Επίρρημα

επεξεργασία

αναντιλέκτως

  Μεταφράσεις

επεξεργασία