αναθρώσκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναθρώσκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναθρώσκω
Ρήμα
επεξεργασίααναθρώσκω
- (λόγιο, μόνο στον ενεστώτα):
- (για τον καπνό ) ανεβαίνω ψηλά, κατευθύνομαι προς τα πάνω
- (μεταφορικά, λογοτεχνικό) αρχίζω να κάνω την εμφάνισή μου
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναθρώσκω
|
Πηγές
επεξεργασία- αναθρώσκω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας