Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αναδείξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναδεικνύω
  2. θα αναδείξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναδεικνύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αναδείξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάδειξη