αναδείξεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αναδείξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναδεικνύω
- θα αναδείξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναδεικνύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
αναδείξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάδειξη