Ετυμολογία

επεξεργασία
αλωνιστικά < αλωνιστικός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλωνιστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία