Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλαμπάζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

αλαμπάζω

  1. αιφνιδιάζω, τρομάζω κάποιον
  2. (κυπριακά) ταράζομαι, ανησυχώ, ξαφνιάζομαι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία