Ετυμολογία

επεξεργασία
αλαλούμ < αρμενική աղալ (αλέθω· τοπική ενικού: աղալում: ałalum) ή αραβική ulalum[1] [2] [3]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλαλούμ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αλαλούμ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αλαλούμΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.