αλέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επιφώνημα επεξεργασία
αλέ (αργκό)
- (προστακτικά) για να φύγει κάποιος που δε θέλουμε από μπροστά μας
- φεύγω, δεν ασχολούμαι περισσότερο
- ↪ Καλά, θα 'ρθω, αλλά αν δε μ' αρέσει, αλέ!
αλέ (αργκό)