Ετυμολογία

επεξεργασία
αλέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική allez (άντε, πήγαινε) < aller

  Επιφώνημα

επεξεργασία

αλέ (αργκό)

  1. (προστακτικά) για να φύγει κάποιος που δε θέλουμε από μπροστά μας
    ⮡  Αλέ από δω, δε σου δίνω λεφτά.
     συνώνυμα: φύγε, δίνε του, σπάσε
  2. φεύγω, δεν ασχολούμαι περισσότερο
    ⮡  Καλά, θα 'ρθω, αλλά αν δε μ' αρέσει, αλέ!

  Μεταφράσεις

επεξεργασία