Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακριβοεξετάζω < ακριβός + -ο- + εξετάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ακριβοεξετάζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία