αθροίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααθροίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αθροίζω
- θα αθροίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αθροίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααθροίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του άθροιση