αερόψυκτων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααερόψυκτων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αερόψυκτος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αερόψυκτος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αερόψυκτος
αερόψυκτων