Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ðɾa.no.pi.iˈme.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δρα‐νο‐ποι‐η‐μέ‐νοι
ομόηχο: αδρανοποιημένη

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

αδρανοποιημένοι