Ετυμολογία

επεξεργασία
αδολεσχώ < αρχαία ελληνική ἀδολεσχέω

αδολεσχώ

  1. μιλώ ακατάπαυστα
  2. λέω ανοησίες

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία