αδελφάδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδελφάδες < αδερφάδες με λόγια επίδραση και υπερδιόθωση [ɾf] > [lf] κατά το αδελφή.[1] Δείτε και το μεσαιωνικό ἀδελφάδες
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ðelˈfa.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δελ‐φά‐δες
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααδελφάδες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αδελφή (κατά το αδερφάδες) αντί του λογιότερου αδελφές
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αδελφός, αδερφός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας