Δείτε επίσης: ἀδελφάδες

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδελφάδες < αδερφάδες με λόγια επίδραση και υπερδιόθωση [ɾf] > [lf] κατά το αδελφή.[1] Δείτε και το μεσαιωνικό ἀδελφάδες

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ðelˈfa.ðes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δελ‐φά‐δες

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αδελφάδες θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία