αγεληδόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγεληδόν < αρχαία ελληνική ἀγεληδόν < ἀγέλη + -ηδόν
Επίρρημα επεξεργασία
αγεληδόν
- σαν αγέλη, σαν μπουλούκι· για αγελαίες συμπεριφορές, όπου εξαφανίζεται μέσα στη μάζα η ιδιαιτερότητα του μεμονωμένου ατόμου
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγεληδόν
|