Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγανά < αγανός

  Επίρρημα επεξεργασία

αγανά

  1. αραιά (ως προς την ύφανση)
  2. απαλά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αγανά