έφαγα τα τρόχαλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- έφαγα τα τρόχαλα < έφαγα, αόριστος του τρώω, το τρόχαλο, στον πληθυντικό. Κυριολκετικά: έφαγα όλες τις πέτρες [στην πορεία μου, στο δρόμο μου για κάτι].
Έκφραση
επεξεργασίαέφαγα τα τρόχαλα
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- «τρόχαλο» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .