Ετυμολογία

επεξεργασία
έφαγα τα τρόχαλα < έφαγα, αόριστος του τρώω, το τρόχαλο, στον πληθυντικό. Κυριολκετικά: έφαγα όλες τις πέτρες [στην πορεία μου, στο δρόμο μου για κάτι].

  Έκφραση

επεξεργασία

έφαγα τα τρόχαλα

Συγγενικά

επεξεργασία