Ψυλέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ψυλέα < γενική ενικού του αρσενικού Ψυλέας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΨυλέα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΨυλέα αρσενικό
Ψυλέα θηλυκό άκλιτο
Ψυλέα αρσενικό