Φρέγια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Φρέγια < (λόγιο δάνειο) παλαιά νορβηγική Freyja < freyja (κυρία) < πρωτογερμανική *frawjǭ
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Φρέγια συνήθως άκλιτο
- (σκανδιναβική μυθολογία) κόρη του Νγιορντ και αδερφή του Φρέιρ, ήταν η θεά της γονιμότητας, της ομορφιάς και της αγάπης
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Φρέγια στη Βικιπαίδεια