Φατσέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Φατσέα < γενική ενικού του αρσενικού Φατσέας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦατσέα θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΦατσέα αρσενικό