Φάρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Φάρο < (άμεσο δάνειο) πορτογαλική Faro
Μεταγραφή επεξεργασία
Φάρο ουδέτερο, άκλιτο
- πόλη της Πορτογαλίας
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Φάρο στη Βικιπαίδεια
Δείτε επίσης : φάρο |
Φάρο ουδέτερο, άκλιτο