Τεπανοσυάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τεπανοσυάν < (μεταγραμματισμός) αγγλική Tepanosyan, αρμενική ς προέλευσης· πατρωνυμικό. Μορφολογικά αναλύεται σε Τεπανός (Στέφανος) + -υάν.
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤεπανοσυάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
Σημειώσεις
επεξεργασία- Φαίνεται να υπάρχει μόνο στον Κατάλογο επωνύμων των Κυπρίων πολιτών (βλ. αναφορά).