Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σωτηρέλλη < γενική ενικού του αρσενικού"' Σωτηρέλλης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σωτηρέλλη θηλυκό, άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Σωτηρέλλη αρσενικό