Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σπιριντόνοβνα < μεταγραφή για τη ρωσική Спиридоновна (Spiridónovna) < Спиридон (Σπυρίδων)

  Μεταγραφή επεξεργασία

Σπιριντόνοβνα θηλυκό, άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε και Σπυρίδων