Σεργιανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σεργιανός < λατινική Sergianus ( < Sergius), που σημαίνει «του Σεργίου»[1]
- → δείτε το όνομα Σέργιος
- Σεργιανός < Σεργιανή < Συργίνα < Συραγίνα < Σύρα + ίνα[2]
- → δείτε το όνομα Στεργιανός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣεργιανός αρσενικό
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Βλ. Lexicon Latino-Graecum scriptum et editum ab Henrico Nicolao Ulrichs / Λεξικόν Λατινοελληνικόν υπό Ενρίκου Ουλερίχου (Αθήνα: Εκ της Βσσιλικής Τυπογραφίας, 1843), σ. 846.
- ↑ «Η Σύρος είναι γνωστή και με τις υποκοριστικές καταλήξεις […]. Με την προσθήκη της καταλήξεως -ίνα σε μορφή Σύρ- η Συρίνα, σε μορφή Σύρα η Συραΐνα, […]. Καθώς το i βρέθηκε πριν από το υγρό μια Συραγίνα, με παράλληλη αποβολή του ατόνου a εξελίχθηκε εκτός από Συργίνα και σε Σεργίνα, Σεργιάνω, Σεργιανή, Σεργιανός, Σέργιος, Σεργιώτα. Όλες αυτές ταυτίστηκαν λόγω φωνητικής συγγένειας με το Στεργιανός και συνετέλεσαν στην ευρεία διάδοση του βαφτιστικού Στέργιος στον ίδιο χώρο». Νικόλαος Ταχινοσλής, Μορφές του Κωνσταντίνος, 19ος αιώνας - 1913, διδακτορική διατριβή (Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ - Φιλοσοφική Σχολή, 2005), σ. 57.