Σαντορήνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΣαντορήνη θηλυκό
- (καθαρεύουσα) (παρωχημένο) (σπάνιο) άλλη γραφή του Σαντορίνη
- ※ Εκ Σαντορήνης 3 Οκτωβρίου 1828 (Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, έτ. Γ΄, αρ. 78 (20 Οκτωβρίου 1828), σ. 324)
- ※ Τὸ σαντζὰκ τῶν νήσων Νάξου, Ἄνδρου, Πάρου, Σαντορήνης, Μήλου, Σύρας (1579-1621) (από τον υπότιτλο του βιβλίου του Περικλ. Γ. Ζερλέντου, Γράμματα τῶν τελευταίων Φράγκων δουκῶν τοῦ Αἰγαίου πελάγους (1438-1565) (Ερμούπολη, 1924) )
- ※ […] τους ασχολουμένους με τη λαογραφία της Σαντορήνης […] (από το άρθρο «Παραδόσεις εκ Σαντορήνης» του καθ. Δημητρίου Β. Οικονομίδη, στον τόμο: Ιωάννης Μ. Δανέζης (επιμ.), Σαντορίνη: Θήρα, Θηρασιά, Ασπρονήσι, ηφαίστεια (Αθήνα: Εκδόσεις Αδάμ, 2001, ISBN 960-500-393-7), σ. 401)