Πρωτεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πρωτεύς < πρωτεύς < πρωτεύω (αναδρομικός σχηματισμός)[1] < πρῶτος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠρωτεύς αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- (ελληνική μυθολογία) ο Πρωτέας, θεότητα της θάλασσας που άλλαζε μορφές και έδινε προφητείες (αναφέρεται στην Οδύσσεια)
- (αστρονομία) δορυφόρος του πλανήτη Ποσειδώνα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «πρῶτος» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.