Πλεσίτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πλεσίτη < γενική ενικού του αρσενικού Πλεσίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠλεσίτη θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΠλεσίτη αρσενικό