Ετυμολογία

επεξεργασία
Πελασγιῶται < πληθυντικός αριθμός του Πελασγιώτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Πελασγιῶται αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη Πελασγός

  Αναφορές

επεξεργασία