Πελασγιώτης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Πελασγιώτης | οἱ | Πελασγιῶται |
γενική | τοῦ | Πελασγιώτου | τῶν | Πελασγιωτῶν |
δοτική | τῷ | Πελασγιώτῃ | τοῖς | Πελασγιώταις |
αιτιατική | τὸν | Πελασγιώτην | τοὺς | Πελασγιώτᾱς |
κλητική ὦ! | Πελασγιῶτᾰ | Πελασγιῶται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πελασγιώτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Πελασγιώταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πελασγιώτης < Πελασγ(ός) + -ιώτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
Πελασγιώτης αρσενικό (θηλυκό Πελασγιῶτις, Πελασγίς) και ως επίθετο
- (εθνικό όνομα) κάτοικος ή καταγόμενος από την Πελασγιώτιδα
- εθνωνύμιο: οἱ Πελασγιῶται
- διαφορετική σημασία: Πελασγός
Σημειώσεις επεξεργασία
- Κατά τον Σιμωνίδη και τον Στράβωνα οι Πελασγιώτες αποκαλούνταν επίσης Λαπίθες και Περαιβοί, επειδή ζούσαν γειτονικά με απογόνους αυτών των φύλων
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη Πελασγός
Πηγές επεξεργασία
- Πελασγιῶται - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Πελασγιῶται - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.