Δείτε επίσης: παππού, πάππου

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παππού < γενική ενικού του αρσενικού Παππούς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈpu/
τυπογραφικός συλλαβισμός:‐παπ‐πού

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παππού θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Παππού θηλυκό