Παπουτσιάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Παπουτσιάν < αρμενική Փափուջյան (Pʿapʿuǰyan), από παρωνύμιο (παντοφλάς). Μορφολογικά αναλύεται σε παπούτσι + -ιάν.
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαπουτσιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- (σπάνιο) τουρκικής προέλευσης αρμενικό επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο), αντίστοιχο με το ελληνικό επώνυμο Παντόφλας