Παπουτσέλλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Παπουτσέλλη < γενική ενικού του αρσενικού Παπουτσέλλης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαπουτσέλλη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΠαπουτσέλλη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Παπουτσέλλης