Παλαιοξάρη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Παλαιοξάρη < γενική ενικού του αρσενικού Παλαιοξάρης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαλαιοξάρη θηλυκό
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΠαλαιοξάρη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Παλαιοξάρης