Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. ΠΕ < Πειθαρχική Επιτροπή
  2. ΠΕ < Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση
  3. ΠΕ < Περιφερειακή Ενότητα

  Συντομομορφή επεξεργασία

ΠΕ θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο

  1. συντομογραφία του Πειθαρχική Επιτροπή: επιτροπή που επιλαμβάνεται πειθαρχικών ζητημάτων σε οργανισμό ή υπηρεσία
  2. συντομογραφία του Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση: το πρώτο στάδιο της εκπαίδευσης των μαθητών
  3. συντομογραφία του Περιφερειακή Ενότητα