Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ΟΑΣΠ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Συντομομορφή
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ΟΑΣΠ
<
Ο
ργανισμός
Α
ντισεισμικού
Σ
χεδιασμού
(και)
Π
ροστασίας
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
oˈasp
/
Συντομομορφή
επεξεργασία
Ο.Α.Σ.Π.
αρσενικό
ακρωνύμιο
ελληνικός
οργανισμός σχεδιασμού αντισεισμικής
πολιτικής