Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΝΚ < Ναύσταθμος Κρήτης
ΝΚ < Ναυτικό Κλιμάκιο

  Συντομομορφή επεξεργασία

ΝΚ αρσενικό, ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο

  • Ο Ν.Κ. είναι ο δεύτερος ναύσταθμος του ελληνικού πολεμικού ναυτικού
  • Τα Ν.Κ. είναι ουσιαστικά παρατηρητήρια με ορισμένη γεωγραφική αρμοδιότητα