Μόντρεαλ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μόντρεαλ < (άμεσο δάνειο) γαλλική Montréal < Mont-Royal (βασιλικό βουνό)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmon.tɾe.al/
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜόντρεαλ ουδέτερο άκλιτο
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Μόντρεαλ στη Βικιπαίδεια