Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Μπαγντασάρ < ρωσική Багдасар (Bagdasár), αρμενική ς προέλευσης, → βλ. παρακάτω.

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μπαγντασάρ αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

ως ελληνικό επώνυμο:


  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Μπαγντασάρ < μεταγραφή για την αρμενική Բաղդասար (Baġdasar)

  Μεταγραφή επεξεργασία

Μπαγντασάρ αρσενικό, άκλιτο