Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Άποψη δρόμου της Μπέιρα

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπέιρα < (μεταγραφή) πορτογαλική Beira

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈbe.i.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπέ‐ι‐ρα

  Μεταγραφή επεξεργασία

Μπέιρα θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία