Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
Μορ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μεταγραφή
1.2.1
Δείτε επίσης
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Μορ
< (
μεταγραφή
)
αγγλική
More
Μεταγραφή
επεξεργασία
Μορ
άκλιτο
επώνυμο
(
ανδρικό
ή
γυναικείο
)
παρωχημένη γραφή:
Μωρ
,
καθαρεύουσα
:
Μῶρος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Τόμας Μορ (Thomas More)
στη
Βικιπαίδεια
, 1478-1535, άγγλος πολιτικός και στοχαστής