Μῶρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Μῶρος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μῶρος αρσενικό (θηλυκό Μώρου)
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Μῶρος < (λόγιο δάνειο) αγγλική More, εξελληνισμένος τύπος + -ος από το επώνυμο του Άγγλου πολιτικού και στοχαστή Thomas More, 1478-1535
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μῶρος αρσενικό, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Τόμας Μορ στη Βικιπαίδεια
- → δείτε και Μωρ και Μορ
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μώρος (Tόμας Μορ)
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μῶρος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μῶρος αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- Μῶρος - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven