Μονόδρυ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μονόδρυ < μονό-• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /moˈno.ðɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μο‐νό‐δρυ
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μονόδρυ ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μονόδρυ
→ δείτε τη λέξη Μονόδρι |